epitafo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epitafo | epitafoj |
αιτιατική | epitafon | epitafojn |
epitafo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epitafo | epitafoj |
αιτιατική | epitafon | epitafojn |
epitafo (eo)