episkopo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | episkopo | episkopoj |
αιτιατική | episkopon | episkopojn |
episkopo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | episkopo | episkopoj |
αιτιατική | episkopon | episkopojn |
episkopo (eo)