epigloto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epigloto | epiglotoj |
αιτιατική | epigloton | epiglotojn |
epigloto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epigloto | epiglotoj |
αιτιατική | epigloton | epiglotojn |
epigloto (eo)