epidemiologio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- epidemiologio < epidemiologi + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epidemiologio | epidemiologioj |
αιτιατική | epidemiologion | epidemiologiojn |
epidemiologio (eo)