enuo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enuo | enuoj |
αιτιατική | enuon | enuojn |
enuo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enuo | enuoj |
αιτιατική | enuon | enuojn |
enuo (eo)