Ετυμολογία

επεξεργασία
entuziasmulino < entuziasm- + -ul- + -in- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική entuziasmulino entuziasmulinoj
αιτιατική entuziasmulinon entuziasmulinojn

entuziasmulino (eo)

ŝi fariĝis entuziasmulino pri la disvastigado de Esperanto - έγινε ενθουσιώσα για την εξάπλωση της Εσπεράντο