entrepreno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | entrepreno | entreprenoj |
αιτιατική | entreprenon | entreprenojn |
entrepreno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | entrepreno | entreprenoj |
αιτιατική | entreprenon | entreprenojn |
entrepreno (eo)