ενεστώτας enrage
γ΄ ενικό ενεστώτα enrages
αόριστος enraged
παθητική μετοχή enraged
ενεργητική μετοχή enraging

  Ετυμολογία

επεξεργασία
enrage < en- + rage

enrage (en)

  • εξοργίζω
    ⮡  These people enrage me.
    Αυτοί οι άνθρωποι με εξοργίζουν.