enklavo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enklavo | enklavoj |
αιτιατική | enklavon | enklavojn |
enklavo (eo)
- ο θύλακος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | enklavo | enklavoj |
αιτιατική | enklavon | enklavojn |
enklavo (eo)