eniro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- eniro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eniro | eniroj |
αιτιατική | eniron | enirojn |
eniro (eo)
- η [εισαγωγή]]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eniro | eniroj |
αιτιατική | eniron | enirojn |
eniro (eo)