Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

engazonnement < engazonner

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
engazonnement engazonnements

engazonnement (fr) αρσενικό