engazonnement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- engazonnement < engazonner
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
engazonnement | engazonnements |
engazonnement (fr) αρσενικό
- η κάλυψη κάποιας επιφάνειας με φυσικό ή τεχνητό γκαζόν
ενικός | πληθυντικός |
engazonnement | engazonnements |
engazonnement (fr) αρσενικό