Ετυμολογία

επεξεργασία
enfant gâté → δείτε τις λέξεις enfant και gâté

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

enfant gâté (fr) αρσενικό

  1. αυτός που έχει ευμετάβλητη διάθεση, ο καπριτσιόζος
  2. αυτός που όλοι τον προτιμούν
  3. (κυριολεκτικά) το παραχαϊδεμένο παιδί

Δείτε επίσης

επεξεργασία