end in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | end in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ends in |
αόριστος | ended in |
παθητική μετοχή | ended in |
ενεργητική μετοχή | ending in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαend in (en)
- λήγω με
- ↪ The battle ended in heavy losses for both sides.
- Η μάχη έληξε με μεγάλες απώλειες και για τις δύο πλευρές.
- ↪ The battle ended in heavy losses for both sides.