encombrement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- encombrement < encombrer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
encombrement | encombrements |
encombrement (fr) αρσενικό
- το γέμισμα, το φράξιμο
- ο σωρός, η συσσώρευση
- ο όγκος ενός αντικειμένου