enclavement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- enclavement < enclaver
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
enclavement | enclavements |
enclavement (fr) αρσενικό
- η ακινητοποίηση μέσα σε κάτι
- η ακινητοποίηση ενός ξένου σώματος μέσα σε ένα όργανο ή ιστό του σώματος
- η ακινητοποίηση του κεφαλιού του εμβρύου κατά τη γέννα