Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

enclavement < enclaver

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
enclavement enclavements

enclavement (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία