Δείτε επίσης: empiétement
      ενικός         πληθυντικός  
empiètement empiètements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
empiètement < empietement < empiéter

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

empiètement (fr) και empiétement αρσενικό

  1. καταπάτηση
    Les empiètements donnent lieu à beaucoup de procès. Οι καταπατήσεις προξενούν πολλές δικαστικές αγωγές.
  2. εξάπλωση, φάγωμα
    L'empiètement de la mer sur les terres. Το φάγωμα της γης από τη θάλασσα.
  3. σφετερισμός, καταπάτηση
    L'empiètement du pouvoir législatif sur l'exécutif. Η καταπάτηση της εκτελεστικής εξουσίας από την νομοθετική.

Συγγενικά

επεξεργασία