Δείτε επίσης: empiètement
      ενικός         πληθυντικός  
empiétement empiétements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

empiétement (fr) αρσενικό

→ δείτε τη λέξη  empiètement

Συγγενικά

επεξεργασία