Ετυμολογία

επεξεργασία
emission < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική émission < λατινική ēmissiō (μαρτυρείται από το 1607)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪˈmɪʃən/ & /ɪˈmɪʃn̩/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
emission emissions

emission (en)

  1. η εκπομπή (ρύπων, σημάτων)
  2. η έκκριση

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. emission - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)