emission
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- emission < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική émission < λατινική ēmissiō (μαρτυρείται από το 1607)[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
emission | emissions |
emission (en)