embracing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
embracing | embracings |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαembracing (en)
- η ενέργεια του αγκαλιάζω, το αγκάλιασμα, ο εναγκαλισμός
- ⮡ The deadly embracing of the snake.
- Tο θανατηφόρο αγκάλιασμα του φιδιού.
- ⮡ The deadly embracing of the snake.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαembracing (en)