elfo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elfo | elfoj |
αιτιατική | elfon | elfojn |
elfo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elfo | elfoj |
αιτιατική | elfon | elfojn |
elfo (eo)