elektrokuto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- elektrokuto < elektrokut + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elektrokuto | elektrokutoj |
αιτιατική | elektrokuton | elektrokutojn |
elektrokuto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elektrokuto | elektrokutoj |
αιτιατική | elektrokuton | elektrokutojn |
elektrokuto (eo)