eldonisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eldonisto | eldonistoj |
αιτιατική | eldoniston | eldonistojn |
eldonisto (eo)
- ο εκδότης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eldonisto | eldonistoj |
αιτιατική | eldoniston | eldonistojn |
eldonisto (eo)