eldonaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eldonaĵo | eldonaĵoj |
αιτιατική | eldonaĵon | eldonaĵojn |
eldonaĵo (eo)
- η δημοσίευση, το έντυπο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eldonaĵo | eldonaĵoj |
αιτιατική | eldonaĵon | eldonaĵojn |
eldonaĵo (eo)