ekzekuto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzekuto | ekzekutoj |
αιτιατική | ekzekuton | ekzekutojn |
ekzekuto (eo)
- η εκτέλεση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzekuto | ekzekutoj |
αιτιατική | ekzekuton | ekzekutojn |
ekzekuto (eo)