ekspozicio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekspozicio | ekspozicioj |
αιτιατική | ekspozicion | ekspoziciojn |
ekspozicio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekspozicio | ekspozicioj |
αιτιατική | ekspozicion | ekspoziciojn |
ekspozicio (eo)