eksplodo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksplodo | eksplodoj |
αιτιατική | eksplodon | eksplodojn |
eksplodo (eo)
- η έκρηξη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksplodo | eksplodoj |
αιτιατική | eksplodon | eksplodojn |
eksplodo (eo)