ekonomio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekonomio | ekonomioj |
αιτιατική | ekonomion | ekonomiojn |
ekonomio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekonomio | ekonomioj |
αιτιατική | ekonomion | ekonomiojn |
ekonomio (eo)