eklipso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- eklipso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eklipso | eklipsoj |
αιτιατική | eklipson | eklipsojn |
eklipso (eo)
- η έκλειψη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eklipso | eklipsoj |
αιτιατική | eklipson | eklipsojn |
eklipso (eo)