Küçük eklerler
Μικρά εκλέρ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ekler < (άμεσο δάνειο) γαλλική éclair

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɛc.leɾ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ekler (tr)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ekler < ek + -ler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛcˈleɾ/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ekler

  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
ekler < ekle- + -r

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛcˈleɾ/

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ekler

  • γ' ενικό οριστικής ενεστώτα απλού του ρήματος eklemek