Küçük eklerler
Μικρά εκλέρ

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ekler (tr)

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ekler < ek + -ler

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
ekler < ekle- + -r

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ekler

  • γ' ενικό οριστικής ενεστώτα απλού του ρήματος eklemek