Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
μερικά εκλέρ

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλέρ < γαλλική éclair

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκλέρ ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό γλύκισμα από ζύμη και γέμιση κρέμας ή σοκολάτας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία