egaleco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | egaleco | egalecoj |
αιτιατική | egalecon | egalecojn |
egaleco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | egaleco | egalecoj |
αιτιατική | egalecon | egalecojn |
egaleco (eo)