Ετυμολογία

επεξεργασία
e dielë < (μεταφραστικό δάνειο) λατινική diēs Sōlis, με βάση την αλβανική diell[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ‿ˈdi̯ɛl/
τυπογραφικός συλλαβισμός: e‐diel

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

e dielë (sq) θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill., σελ. 65