eŭro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eŭro | eŭroj |
αιτιατική | eŭron | eŭrojn |
eŭro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eŭro | eŭroj |
αιτιατική | eŭron | eŭrojn |
eŭro (eo)