eŭkalipto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eŭkalipto | eŭkaliptoj |
αιτιατική | eŭkalipton | eŭkaliptojn |
eŭkalipto (eo)
- (φυτό) ο ευκάλυπτος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eŭkalipto | eŭkaliptoj |
αιτιατική | eŭkalipton | eŭkaliptojn |
eŭkalipto (eo)