dustbin
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dustbin | dustbins |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdustbin (en)
- (βρετανικά αγγλικά) ο κάδος απορριμμάτων, ο σκουπιδοτενεκές
- ⮡ We have recently replaced our metal dustbins with plastic ones.
- Εμείς, πρόσφατα, έχουμε αντικαταστήσει τους μεταλλικούς μας σκουπιδοτενεκέδες με πλαστικούς.
- ⮡ We have recently replaced our metal dustbins with plastic ones.