duplication
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
duplication | duplications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαduplication (fr) θηλυκό
- η αντιγραφή, η παραγωγή αντιγράφων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dupliquer
ενικός | πληθυντικός |
duplication | duplications |
duplication (fr) θηλυκό