Πολωνικά (pl) Επεξεργασία

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈduʒɔ/
 

  Αριθμητικό Επεξεργασία

dużo (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο

  1. πολύ (επιρρηματικά)
    tu jest dużo ludzi - εδώ έχει πολύ κόσμο

Συνώνυμα Επεξεργασία

Αντώνυμα Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Σημειώσεις Επεξεργασία