dużo
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Αριθμητικό Επεξεργασία
dużo (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο
- πολύ (επιρρηματικά)
- tu jest dużo ludzi - εδώ έχει πολύ κόσμο
Συνώνυμα Επεξεργασία
Αντώνυμα Επεξεργασία
Επεξεργασία
Σημειώσεις Επεξεργασία
- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)