ενεστώτας droop
γ΄ ενικό ενεστώτα droops
αόριστος drooped
παθητική μετοχή drooped
ενεργητική μετοχή drooping

droop (en)

  • (αμετάβατο) πέφτω, κρεμιέμαι σε ιδιαίτερο σημείο
    ⮡  Her hair drooped to her waist.
    Τα μαλλιά της έπεφταν στη μέση της.
    ⮡  The curtain droops to the floor.
    Η κουρτίνα έπεφτε ως το πάτωμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hang