droop
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | droop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | droops |
αόριστος | drooped |
παθητική μετοχή | drooped |
ενεργητική μετοχή | drooping |
Ρήμα επεξεργασία
droop (en)
ενεστώτας | droop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | droops |
αόριστος | drooped |
παθητική μετοχή | drooped |
ενεργητική μετοχή | drooping |
droop (en)