Ουσιαστικό

επεξεργασία

driving (en) (μη μετρήσιμο)

  • η οδήγηση
    Driving inside the city stresses me out.
    Η οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

driving (en)