driving
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η οδήγηση
- ↪ Driving inside the city stresses me out.
- Η οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.
- ↪ Driving inside the city stresses me out.
Σύνθετα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαdriving (en)