drato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drato | dratoj |
αιτιατική | draton | dratojn |
drato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drato | dratoj |
αιτιατική | draton | dratojn |
drato (eo)