dotfile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dotfile | dotfiles |
dotfile (en)
- (πληροφορική, Unix) αρχείο ή κατάλογος του οποίου το όνομα ξεκινά με τελεία και συνήθως δεν είναι άμεσα ορατό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- dotfile στην αγγλική Βικιπαίδεια