dorno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dorno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dorno | dornoj |
αιτιατική | dornon | dornojn |
dorno (eo)
- το αγκάθι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dorno | dornoj |
αιτιατική | dornon | dornojn |
dorno (eo)