dolaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dolaro < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dolaro | dolaroj |
αιτιατική | dolaron | dolarojn |
dolaro (eo)
- το δολάριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dolaro | dolaroj |
αιτιατική | dolaron | dolarojn |
dolaro (eo)