dokumento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dokumento | dokumentoj |
αιτιατική | dokumenton | dokumentojn |
dokumento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dokumento | dokumentoj |
αιτιατική | dokumenton | dokumentojn |
dokumento (eo)