distingiteco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | distingiteco | distingitecoj |
αιτιατική | distingitecon | distingitecojn |
distingiteco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | distingiteco | distingitecoj |
αιτιατική | distingitecon | distingitecojn |
distingiteco (eo)