distilisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | distilisto | distilistoj |
αιτιατική | distiliston | distilistojn |
distilisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | distilisto | distilistoj |
αιτιατική | distiliston | distilistojn |
distilisto (eo)