Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dis.kɛːʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
disquaire disquaires

disquaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο πωλητής δίσκων
  2. (κατ' επέκταση) η εταιρία πώλησης μουσικής

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  disque