dispose of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | dispose of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disposes of |
αόριστος | disposed of |
παθητική μετοχή | disposed of |
ενεργητική μετοχή | disposing of |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdispose of (en)
- (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο