dispepsio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- dispepsio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dispepsio | dispepsioj |
αιτιατική | dispepsion | dispepsiojn |
dispepsio (eo)
- η δυσπεψία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dispepsio | dispepsioj |
αιτιατική | dispepsion | dispepsiojn |
dispepsio (eo)