Ετυμολογία

επεξεργασία
disoccupato < dis- + occupato

  Επίθετο

επεξεργασία
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό disoccupato disoccupati
θηλυκό disoccupata disoccupate

disoccupato (it)

  1. άνεργος
  2. κενός
 συνώνυμα: : inoccupato (1,2), senza lavoro (1), vuoto (2)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
disoccupato disoccupati

disoccupato (it) αρσενικό : θηλυκό disoccupata

  1. αυτός που δεν λειτουργεί για λόγους πέρα από τον έλεγχό του
 συνώνυμα: : senza lavoro, inoccupato

Αντώνυμα

επεξεργασία